- εἴσειμι
- (=εἰς+εἶμι) войду
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
είσειμι — εἴσειμι (Α) 1. εισέρχομαι, παρουσιάζομαι μπροστά σε κάποιον («οὐκ Ἀχιλῆος ὀφθαλμοὺς εἴσειμι») 2. (για χορό ή υποκριτές) παρουσιάζομαι στη σκηνή 3. (για δημόσιους αγορητές ή δικαστές) εμφανίζομαι στο δικαστήριο, στην εκκλησία τού δήμου 4. (για… … Dictionary of Greek
εἴσειμι — enter pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴσιτον — εἴσειμι enter pres imperat act 2nd dual εἴσειμι enter pres ind act 2nd dual εἴσειμι enter pres ind act 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσιόν — εἴσειμι enter pres part act masc voc sg εἴσειμι enter pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσιόντα — εἴσειμι enter pres part act masc acc sg εἴσειμι enter pres part act neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσιόντων — εἴσειμι enter pres imperat act 3rd pl εἴσειμι enter pres part act masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσῄειν — εἴσειμι enter imperf ind act 1st sg εἴσειμι enter imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴσειμ' — εἴσειμι , εἴσειμι enter pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴσιτε — εἴσειμι enter pres imperat act 2nd pl εἴσειμι enter pres ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσιόν — εἴσειμι enter pres part act masc voc sg εἴσειμι enter pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσιόντα — εἴσειμι enter pres part act masc acc sg εἴσειμι enter pres part act neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)